- πυρριχιαμβος
- πυρριχίαμβοςπυρρῐχ-ίαμβοςὅ стих. пиррихиамб (стих. состоящий из пиррихаев и ямбов)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πυρριχίαμβος — ὁ, Α μετρικός πους αποτελούμενος από έναν ιαμβικό και έναν πυρρίχιο πόδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρίχιος «μετρικός πους» + ἴαμβος] … Dictionary of Greek